Λάκης Σοφιανός - ο διαβολάκος των γηπέδων - Παναθηναϊκός - paopedia.gr

Από το κελί της φυλακής στο χορτάρι της Λεωφόρου… Μία φανταστική-πραγματική ιστορία, με πρωταγωνιστή τον διαβόητο ζογκλέρ των γηπέδων (και θαμώνα των φυλακών Αβέρωφ) Λάκη Σοφιανό.

Του Ανδρέα Οικονόμου

«Έχεις αγώνα σήμερα», λέει νωχελικά ο φύλακας και, με αργές κινήσεις, ξεκλειδώνει τη σκουριασμένη πόρτα του κελιού. «Παίζουμε με την Α.Ε.Κ.». Αντικρίζει τον κρατούμενο σε μαύρα χάλια. Είναι αγουροξυπνημένος και ανέκφραστος. Αξύριστος και άπλυτος, βρωμοκοπάει· τα μαλλιά του κι η χιλιοφορεμένη ασπρόμαυρη στολή έχουν ποτιστεί με ένα μίγμα τσιγαρίλας και ιδρώτα. Τρεις μήνες βρίσκεται στη στενή και δεν έχει ανταλλάξει κουβέντα με άνθρωπο.

Κοιτάζει την πράσινη φανέλα που, με ευλάβεια, ακουμπάει ο φύλακας στο κρεβάτι. Είναι φρεσκοπλυμένη και σιδερωμένη. Παραδίπλα της, ο φρουρός στοιχίζει συμμετρικά το λευκό παντελονάκι, τις κάλτσες και τα ποδοσφαιρικά παπούτσια. Ο κρατούμενος… μεταμορφώνεται. Η σκληράδα σβήνει από το πρόσωπό του και ένα αμυδρό και αμήχανο χαμόγελο σχηματίζεται. Τα μάτια του λάμπουν. Μία βαθιά εσωτερική επιθυμία να δακρύσει καταπνίγεται απ’ την υπερηφάνειά του.

Με το δεξί χέρι ακουμπάει το τριφύλλι που είναι ραμμένο στη φανέλα. Με το αριστερό γαντζώνεται από τον καρπό του φύλακα. Τον κοιτάει επίμονα. Αμίλητος. Έπειτα από λίγα δευτερόλεπτα βρίσκει το σθένος και, με βραχνιασμένη φωνή, αρθρώνει τρεις λέξεις: «Θα τους σκίσουμε!».

«Σε είκοσι λεπτά να είσαι έτοιμος», λέει ο φύλακας, ανοίγει την πόρτα και αποχωρεί με γοργό βηματισμό. Ο κρατούμενος κατευθύνεται στους λουτήρες, σφυρίζοντας και σιγοτραγουδώντας τον ύμνο της ομάδας που λατρεύει.

«Το 1908 ιδρύθη στην Ελλάδα,
ο πιο μεγάλος σύλλογος,
η πιο τρανή ομάδα…»

Σαπουνίζεται, χτενίζει τα μαλλιά του και φοράει την πράσινη αθλητική ενδυμασία. Χαϊδεύει, για άλλη μία φορά, το λευκό τριφύλλι της φανέλας και συναντάει τον φύλακα. «Έτοιμος!»

Η μελαγχολική εικόνα του ρακένδυτου καταθλιπτικού φυλακισμένου είναι πια παρελθόν. Μεταλλάχθηκε σε έναν δυναμικό, γεμάτο αυτοπεποίθηση και περηφάνια, χαμογελαστό ποδοσφαιριστή. Βέβαια, οι χαρακιές στο πρόσωπο και τα ροζιασμένα χέρια υπενθυμίζουν και καταμαρτυρούν το σκληρό παρελθόν του. «Πάμε, λοιπόν», λέει ο φύλακας και παρέα διασχίζουν το προαύλιο. Εκεί, κάτω από τους θεόρατους φοίνικες –σήμα κατατεθέν του σωφρονιστικού ιδρύματος–, τους περιμένει ένας κοστουμαρισμένος μεσήλικας. Ο κρατούμενος αναγνωρίζει μεμιάς τον κοντό και γυμνασμένο κύριο, με το αναψοκοκκινισμένο πρόσωπο και, δίχως δεύτερη σκέψη, πέφτει στην αγκαλιά του.

─ Κύριε Λουκά! Ευχαριστώ…
─ Λάκη, αγόρι μου. Σήμερα είναι η μέρα σου. Έδωσα μάχες για να σε βγάλω για λίγες ώρες. Μην με απογοητεύσεις. Το παιχνίδι είναι πολύ σημαντικό. Πρεμιέρα του πρωταθλήματος.
─ Δεν χάνουμε σήμερα, κύριε Λουκά. Θα βάλω όσα γκολ χρειάζεται…

Ο Λουκάς Πανουργιάς, η διοικητική κολώνα του Παναθηναϊκού, κάνει νόημα στους φρουρούς να ανοίξουν την κεντρική πύλη και τη διασχίζει. Τον ακολουθούν ο φύλακας με τον ποδοσφαιριστή – ήρωα της ιστορίας μας. Εκείνος, με τα χέρια στις τσέπες και το κεφάλι ψηλά, θαυμάζει ξανά την ελεύθερη Αθήνα.

Μπροστά του ξεδιπλώνεται η γκριζοπράσινη Λεωφόρος Αλεξάνδρας, με τις ψηλές λεύκες και τις νεόκτιστες πολυκατοικίες. Ο Λυκαβηττός, αμίλητος παρατηρητής, αγκαλιάζει την πόλη. Στους πρόποδές του βρίσκεται ο «ναός» του Παναθηναϊκού, τον οποίο συναντά το βλέμμα του ποδοσφαιριστή. Ο Πανουργιάς τον καταλαβαίνει.

─ Σου έλειψε το γήπεδο Λάκη;
─ Πολύ!

Είναι ακόμα νωρίς. Η τριανδρία πλησιάζει τα σκαλάκια του καφενείου «Τηνιακό», τα ανεβαίνουν και ανοίγουν την ξύλινη μουχλιασμένη πόρτα. Επιλέγουν ένα απόμακρο τραπέζι, για να αποφύγουν τα αδιάκριτα βλέμματα. Η κάπνα έχει σκεπάσει την ατμόσφαιρα τόσο πολύ, που έτσι κι αλλιώς είναι δύσκολο να δεις τον διπλανό σου. Εκεί, ζαρωμένοι ηλικιωμένοι ρίχνουν με μαεστρία τα ζάρια και άλλοι κρατούν τραπουλόχαρτα. Οι νεότεροι πίνουν μπύρα και τα παιδιά γκαζόζα. Σε κάθε τραπέζι βρίσκεται, αλλού διπλωμένη και αλλού ορθάνοιχτη, η βίβλος των φιλάθλων… Κοινώς, η «Αθλητική Ηχώ».

Κυριακή 10 Οκτωβρίου 1954
Αρχίζουν σήμερα αι μεγάλαι συγκρούσεις
διά τα τοπικά πρωταθλήματα Αθηνών και Πειραιώς.

Ο Παναθηναϊκός αντιμετωπίζει την Α.Ε.Κ.

Κάθε Κυριακή η καρδιά της Αθήνας χτυπά μόνο σε ρυθμούς Τριφυλλιού. Έτσι και στο «Τηνιακό» οι συζητήσεις έχουν μία και μόνο θεματολογία: τι θα κάνει ο Παναθηναϊκός. «Έχουμε πρόβλημα παιδιά στην επίθεση». «Μην ανησυχείτε. Θα παίξουν σαν σκυλιά. Έφτασε και ο νέος προπονητής σήμερα».

Ένας θαρραλέος αεκτζής στρέφει πάνω του τα βλέμματα. «Ντόρτια θα μετρήσετε παναθηναϊκάκηδες», ξεστομίζει και επικρατεί… ο κακός χαμός! Ένας ογδοντάχρονος κοκκινίζει, βρίσκεται στα πρόθυρα καρδιακής προσβολής και χτυπάει παρατεταμένα τη μαγκούρα του στο πάτωμα. Ο Λάκης συγκρατεί την ψυχραιμία του και λέει στον Πανουργιά: «Αν δεν ήταν ο αγώνας… θα έμενα λίγο παραπάνω στη στενή, για χάρη του κιτρινιάρη».

Ο χρόνος περνά με γοργούς ρυθμούς. Τώρα πια έχει σκοτεινιάσει. Ελάχιστα αυτοκίνητα διασχίζουν τη λεωφόρο. Απεναντίας, ολόκληρες στρατιές φιλάθλων περπατούν με προορισμό το γήπεδο. Οι πιο φανατισμένοι έχουν ήδη εγκατασταθεί στο «δυτικό πέταλο», στις εξέδρες που μόλις προ τριών ετών κατασκευάστηκαν. Ανάμεσα στο πλήθος περπατούν και οι τρεις άνδρες. Ένα νεαρό παιδί αναγνωρίζει τον Λάκη. «Παιδιά ο Σοφιανός!» φωνάζει με ενθουσιασμό. «Βγήκε από τη φυλακή. Θα τους διαλύσουμε!» Στόμα με στόμα, η πληροφορία διαδίδεται σε κάθε παρέα και η ιαχή «ΣΟ-ΦΙΑ-ΝΟΣ, ΣΟ-ΦΙΑ-ΝΟΣ» φτάνει μέχρι τις κερκίδες.

Όσοι ήδη είχαν πιάσει τις θέσεις τους ξαφνιάζονται. «Βρε, λες να βγήκε ο Λάκης;» Το στήθος του ποδοσφαιριστή φουσκώνει από υπερηφάνεια. Αίσθημα ευθύνης τον κυριεύει. Ξέρει πως η ομάδα στηρίζεται πάνω του. Φθάνει στη θύρα των ορθίων, όπου βρίσκεται η πύλη για τα αποδυτήρια. Ο φύλακας του λέει «θα σε περιμένω εδώ» και ο Λάκης κατεβαίνει δύο-δύο τα σκαλάκια. Οι συμπαίκτες του τον αγκαλιάζουν με θέρμη. «Λάκη, θα παίξεις; Είσαι προπονημένος;» «Και βέβαια θα παίξω! Δεν χρειάζομαι προπονήσεις για να παστελώσω δυο γκολάκια».

Οι δύο «Λάκηδες» του Παναθηναϊκού. Σοφιανός στα αριστερά, Πετρόπουλος στα δεξιά.

Το παιχνίδι ξεκινά και όλα τα μάτια εστιάζουν σε ένα και μόνο πρόσωπο. Στον Λάκη Σοφιανό. Ο ίδιος το αντιλαμβάνεται. Το μυαλό του ταξιδεύει σε πρόσφατες εικόνες: στα λόγια του Πανουργιά, στον αεκτζή που εξόργισε τον γεράκο, στο παιδί που τον αναγνώρισε… Ζητάει με μανία την μπάλα από τους συμπαίκτες του. Αυτοί σε κάθε ευκαιρία προσπαθούν να τον τροφοδοτήσουν, αλλά οι πάσες τους ανακόπτονται από τους αμυντικούς της Ένωσης.

 

Λίγο προτού συμπληρωθεί το πρώτο ημίωρο, βρίσκει την ευκαιρία που με τόσο ζήλο επιζητούσε. Ο τερματοφύλακας της Α.Ε.Κ. αποκρούει ασταθώς σουτ του Βαγγέλη Πανάκη. Η μπάλα στρώνεται στον Σοφιανό και αυτός πιάνει ένα ξερό σουτ από πλάγια θέση. Το τόπι καταλήγει στα δίχτυα και στη Λεωφόρο ξεσπά… πανζουρλισμός!

Ο Λάκης βρίσκεται σωριασμένος στο έδαφος. Οι συμπαίκτες του ορμούν πάνω του και τον αγκαλιάζουν. Οι πράσινες σημαίες κυματίζουν στον Αττικό ουρανό και οι κραυγές «ΣΟ-ΦΙΑ-ΝΟΣ, ΣΟ-ΦΙΑ-ΝΟΣ» ακούγονται πιο δυνατά από ποτέ. Η Α.Ε.Κ. τα έχει χαμένα. Οι οπισθοφύλακές της, που ήταν τόσο καλά στημένοι στον αγωνιστικό χώρο, προδόθηκαν από ένα λάθος του τερματοφύλακα.

Ο παμπόνηρος επιθετικός διαβάζει την απογοήτευσή τους και ο… ψυχολογικός πόλεμος ξεκινά! «Πού τον βρήκατε για τερματζή, θα σας πάρει στον λαιμό του», «τώρα που πήρα μπρος, δεν σταματάω», φωνάζει. Και πράγματι, μόλις ένα πεντάλεπτο μετά, ο «διαβολάκος των γηπέδων» –αυτό ήταν το παρατσούκλι του Λάκη– επιβεβαιώνει το μεγάλο ταλέντο του. Κατεβάζει με σπουδαία τεχνική την μπάλα, έπειτα από μακρινή πάσα του Λινοξυλάκη. Μία ντρίμπλα, δύο ντρίμπλες, ξερό σουτ και… «ΓΚΟΛ!» Το γήπεδο θυμίζει ηφαίστειο. Οι φίλαθλοι –η πράσινη λάβα που καίει τα πάντα στο διάβα της– ουρλιάζουν σαν τρελοί, οι παίκτες του Παναθηναϊκού γίνονται ένα κουβάρι και οι «κιτρινόμαυροι» κατεβάζουν το κεφάλι.

Στο δεύτερο ημίχρονο, τα πράγματα κυλούν με εκνευριστική ηρεμία. Ο Παναθηναϊκός κρατάει εύκολα την μπάλα και η Α.Ε.Κ. παίζει νευρικά, με την απογοήτευση ζωγραφισμένη στα πρόσωπα των παικτών της. Λίγο πριν από το τελευταίο σφύριγμα του διαιτητή, τα πράσινα λιοντάρια τριπλασιάζουν τα τέρματά τους, με γκολ ενός άλλου σπουδαίου Λάκη, του Πετρόπουλου.

Λάκης Σοφιανός - ο διαβολάκος των γηπέδων - Παναθηναϊκός - paopedia.gr

Με τη λήξη του αγώνα, οι ποδοσφαιριστές πηγαίνουν μπροστά από το «πέταλο Λυκαβηττού» και χειροκροτούν τους οπαδούς. Εκείνοι ανταποδίδουν με φωνές και τραγούδια, όσο οι πράσινες σημαίες ανεμίζουν. Ένας λείπει… Στην αναμπουμπούλα, ο Λάκης «δραπετεύει» από τα πανηγύρια και, με τα χέρια στις τσέπες και το κεφάλι ψηλά, απομακρύνεται. «Έτοιμος», λέει μονολεκτικά στον φύλακα. Και αποχωρούν.

Λίγα βήματα μακριά απ’ το γήπεδο, ακούει μία γνώριμη φωνή: «Πραγματική ατυχία. Αξίζαμε τουλάχιστον την ισοπαλία». Ο προ ολίγων ωρών εριστικός φίλος της Α.Ε.Κ. έχει καταπιεί τη γλώσσα του. Ο Λάκης προς στιγμήν σκέφτεται να τον αφήσει στον πόνο του. Δεν κρατιέται. «Φίλε μου, αφιερωμένο σε σένα», λέει, χαμογελώντας σαρδόνια. Και συνεχίζει την πεζοπορία προς τις φυλακές Αβέρωφ. Πάντα με τα χέρια στις τσέπες και το κεφάλι ψηλά.

Πλέον, ο χρόνος κυλά γρήγορα στη φυλακή. Γιατί ο Λάκης δεν είναι πια μόνος. Έχει για συντροφιά τους οπαδούς του Παναθηναϊκού, οι αλαλαγμοί και τα τραγούδια των οποίων αντηχούν στο κελί – δύο ή και τρεις φορές την εβδομάδα. Και όταν η ιαχή «ΓΚΟΛ» δονεί την Αθήνα, ο Λάκης γραπώνεται απ’ τα κάγκελα του παραθύρου, φωνάζει μαζί τους με όλη του την ψυχή και ονειρεύεται την επόμενη φορά που θα πατήσει το ιερό χώμα της Λεωφόρου.

Λίγα λόγια για τον Λάκη Σοφιανό

Ο Λάκης Σοφιανός ήταν, για πολλά χρόνια, η πιο «καλτ» φιγούρα των γηπέδων. Έμαθε το ποδόσφαιρο στις αλάνες της Γούβας. Ήταν επιθετικός, μεγάλος «γκολτζής». Παράλληλα, όμως, διδάχθηκε και την… τέχνη της κλοπής. Στα χρόνια της Κατοχής, σε παιδική ηλικία, αναγκάστηκε να κλέβει κουραμάνες από τους κατακτητές, για να θρέψει την πολυμελή οικογένειά του.

Μετά την απελευθέρωση, δεν κατόρθωσε να αποβάλει αυτή τη συνήθεια. Τα σωφρονιστικά ιδρύματα έγιναν δεύτερο σπίτι του. Όταν ήταν έξω από τη φυλακή, τιμούσε τα χρώματα του Παναθηναϊκού. Όμως φόρεσε και τις φανέλες του Παναιγιάλειου, του Άρη και του Ολυμπιακού.

Αγαπήθηκε από τους φιλάθλους, τόσο επειδή σκόραρε με κάθε δυνατό τρόπο, όσο για το περίσσιο πάθος με το οποίο αγωνιζόταν. Η ιστορία του κειμένου και το ματς που περιγράφεται, βασίζονται σε πραγματικά γεγονότα. Αρκετές φορές, ο Λουκάς Πανουργιάς τον βοήθησε να αποφυλακιστεί για λίγες ώρες, ώστε να συμμετάσχει σε ποδοσφαιρικούς αγώνες.

Για πολλά χρόνια, ο Σοφιανός επιχειρούσε να βαδίσει στον «σωστό δρόμο», όμως στο τέλος κυλούσε στις απάτες και τις μικροκλοπές. Το 1965, θέλησε να κάνει ένα νέο ξεκίνημα στη Δυτική Γερμανία, όμως και εκεί έμπλεξε με «κακές παρέες» και συγκεκριμένα με τη γιουγκοσλαβική μαφία. Προσπάθησαν να τον σκοτώσουν, πετώντας τον έξω από εν κινήσει τρένο. Όμως αυτός επέζησε. Περπάτησε χιλιόμετρα, μέσα στην παγωνιά, έως ότου έφτασε στο νοσοκομείο. Εκεί, διαγνώστηκε γάγγραινα στο αριστερό του χέρι, το οποίο οι γιατροί ακρωτηρίασαν.

Η ζωή δεν ήταν γενναιόδωρη μαζί του και ο ίδιος έβαλε τέλος σε αυτήν το 1989, όταν συνελήφθη για τελευταία φορά. Κρεμάστηκε στο κελί της φυλακής, χρησιμοποιώντας ένα κομμάτι πανί και τη ζώνη του.

Το πλήρες βιογραφικό του θα δημοσιευθεί σε προσεχές βιβλίο της «Παναθηναϊκής Εγκυκλοπαίδειας».

* Η ιστορία «Ο διαβολάκος των γηπέδων» είναι μία από τις 160 του βιβλίου «Λεωφόρος Αλεξάνδρας 160», που δημοσιεύθηκε το 2019 από την Εκδοτική Belle Époque.