Την Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 1965, ο Παναθηναϊκός υποδέχεται τον Εθνικό και τον συντρίβει με το εμφατικό 6-0. Ήταν ένα ακόμα «τυπικό» απόγευμα στη Λεωφόρο, στο γήπεδο όπου κατά τις πέντε πρώτες σεζόν της Α΄ Εθνικής Κατηγορίας (1959-60 έως 1964-65) ο Όμιλος είχε γνωρίσει μόλις μία ήττα! Ωστόσο, το παιχνίδι εκείνο σημαδεύεται από ένα τραγικό συμβάν…
Του Παναγιώτη Αλαφάκη
Από τους 24.725 θεατές που πανηγυρίζουν τα έξι γκολ, ένας θα λυγίσει μετά την επίτευξη του δεύτερου τέρματος του Τριφυλλιού. Ο λόγος για τον Διονύσιο Λιάρο, τέως διευθυντή του Υπουργείου Γεωργίας. Επρόκειτο για φανατικό οπαδό του Παναθηναϊκού, ο οποίος ήταν τακτικός θαμώνας της Λεωφόρου και παρακολουθούσε τους αγώνες από την εξέδρα της οδού Τσόχα από τα χρόνια που αυτή είχε πρωτοκατασκευαστεί.
«Θανατηφόρος θρίαμβος» θα είναι ο τίτλος του σχετικού ρεπορτάζ στην «Αθλητική Ηχώ» την επόμενη ημέρα.
Ο άτυχος οπαδός υπέστη καρδιακή προσβολή και άφησε την τελευταία του πνοή επιτόπου στην εξέδρα της Λεωφόρου. Η τραγική ειρωνεία είναι ότι ο Διονύσιος Λιάρος ήταν αδερφός του Αχιλλέα Λιάρου, ενός εκ των πρώτων μελών του Συλλόγου και φίλου του Γεώργιου Καλαφάτη. Η μοίρα το έφερε έτσι ώστε να συνδεθεί για δεύτερη φορά το επώνυμο της οικογένειας με τον Παναθηναϊκό, αυτή την φορά για θλιβερό λόγο. Το κείμενο της εφημερίδας είναι συγκλονιστικό…
Ο θάνατος του Λιάρου, του απλού και απέριττου οπαδού του Παναθηναϊκού, επιφορτίζει τους ποδοσφαιριστές της ομάδας με ανώτερες ηθικές και βαθύτερες υποχρεώσεις, ώστε να μείνουν πιστοί στην Παναθηναϊκή Ιδέα. Η μνήμη του Διονύσιου Λιάρου θα μένη αιώνια και έντονη ώστε να θυμίζει στους ποδοσφαιριστές του Παναθηναϊκού ΤΗΝ ΙΕΡΗ υποχρέωση που έχουν απέναντι στην ομάδα, στους φιλάθλους και στην ΙΣΤΟΡΙΑ του Παναθηναϊκού.
Τα ανωτέρω λόγια αντικατοπτρίζουν τους λόγους που ο Παναθηναϊκός πρωταγωνιστούσε σε όλη τη δεκαετία του 1960 στην Α΄ Εθνική. Ήταν μία ομάδα που σεβόταν πρωτίστως την ιστορία της, τις ιδέες της, τους οπαδούς της και την ίδια της την υπόσταση. Και, αντιστρόφως, η παντελής απουσία αυτής της νοοτροπίας είναι η βασική αιτία που, τα τελευταία χρόνια, ο Σύλλογος αδυνατεί να συσπειρώσει τον κόσμο και να βρει τη χαμένη του αίγλη, ακόμα και αν περιστασιακά έχει κάποιες επιτυχίες.