Αθυρόστομος και ευγενικός. Παθιασμένος και σοβαρός. Οραματιστής και αυθόρμητος. Ρομαντικός, ειλικρινής κι αυθεντικός. Αφάνταστα ευφυής, ετοιμόλογος και εύγλωττος. Επίμονος έως ξεροκέφαλος. Μα πάνω απ’ όλα φανατικός ─σε βαθμό… αηδίας─ με τον Παναθηναϊκό. Αυτόν τον Ανδρέα Βγενόπουλο είχαμε την τύχη να γνωρίσουμε, ιδίοις όμμασι, και μεταφέρουμε την εικόνα που μετέδωσε (μακριά απ’ τις κάμερες) στους ιστορικούς του Συλλόγου.
Του Ανδρέα Οικονόμου
Ο αείμνηστος επιχειρηματίας, δικηγόρος, εφοπλιστής και παράγοντας είναι μία από τις πλέον αμφιλεγόμενες παναθηναϊκές φυσιογνωμίες. Σε αυτό το κείμενο δεν θα επιχειρήσουμε τη «στρογγυλοποιημένη» και αποστασιοποιημένη περιγραφή του προφίλ του. Εκθέτουμε την εικόνα που εμείς σχηματίσαμε για τον αδικοχαμένο Βγενόπουλο, έπειτα από συνομιλίες μαζί του το 2011-2012. Και ξεκινάμε με τη διευκρίνιση ότι τα παραθέματα που βρίσκονται εντός εισαγωγικών δεν αποτελούν ακριβή μεταφορά των λεγομένων του, ωστόσο προσεγγίζουν κατά πολύ την πραγματικότητα, δεδομένου ότι προέρχονται από σημειώσεις που κρατήσαμε εκείνες τις ημέρες.
Απ’ την πρώτη στιγμή που εισήλθε στα διοικητικά του Παναθηναϊκού, ο Ανδρέας Βγενόπουλος είχε την ικανότητα να τραβάει πάνω του τα φώτα. Όχι επειδή το επιδίωκε (το αντίθετο μάλλον…), αλλά λόγω αυτής της άτιμης της ικανότητας του λέγειν και της πειθούς, που είχε δουλεμένη σε βαθμό που μαγνήτιζε.
Μπορεί να απέτυχε ως αθλητικός παράγοντας (δηλαδή δεν πέτυχε όσα ονειρευόταν), άφησε όμως πίσω του κάτι σημαντικό: υπενθύμισε σε όλους μας ποιος είναι ο ποδοσφαιρικός Παναθηναϊκός των ονείρων μας. Είναι αυτός του Τζιμπρίλ Σισέ, του αρχηγού της «σελεσάο» Ζιλμπέρτο Σίλβα, του κορυφαίου (τότε) Έλληνα παίκτη Κώστα Κατσουράνη, του Σωτήρη Νίνη, του “el mago” Σεμπάστιαν Λέτο, του «τυπάρα» Γιώργου Καραγκούνη, του νταμπλ, των ευρωπαϊκών θριάμβων, των ρεκόρ σε πωλήσεις διαρκείας.
Πλέον οι απόψεις για τον Βγενόπουλο διίστανται. Κάποιοι ισχυρίζονται ότι η έναρξη της «πολυμετοχικότητας» (το 2008) σήμανε τη διάλυση του Παναθηναϊκού. Και ορισμένοι άλλοι πιστεύουν ακράδαντα ότι συνέβη ακριβώς το αντίθετο: ότι ο Σύλλογος έπεσε στα βράχια, όταν διαλύθηκε η «πολυμετοχικότητα» (το 2010-2011). Ασχέτως του θετικού ή αρνητικού προσήμου της διοικητικής του προσφοράς ─αυτό μπορεί να συζητείται για μέρες και όλες οι πλευρές να έχουν «δίκαια» επιχειρήματα─, υπάρχει κάτι που δεν αμφισβητείται: ήταν παναθηναϊκός… μέχρι το κόκκαλο.
Όσο ακόμα ασχολείτο με τα διοικητικά του Συλλόγου, έδειξε ενδιαφέρον για την ιστορία του Παναθηναϊκού και αναζήτησε όλους όσοι τη «σκαλίζουν». Όταν πληροφορηθήκαμε, μέσω της παλιάς πρωταθλήτριας στην κολύμβηση και φίλης μας Μαίρης Λομβάρδου-Ζούλα –η οποία για, ένα διάστημα, τον εκπροσωπούσε στην Π.Α.Ε.– ότι θέλει να συναντήσει από κοντά το «ιστορικό τιμ» του Ομίλου, ξαφνιαστήκαμε.
Στο μυαλό μας τότε ήταν αδιανόητο ότι «θέλει απλώς να μιλήσει για τον Παναθηναϊκό». Ήταν η περίοδος που συνεχείς τριβές στο εσωτερικό της Π.Α.Ε. έφερναν σε αδιέξοδο το Τριφύλλι, οπότε καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι μάλλον ήθελε να συζητήσει για τις διοικητικές διαμάχες της ομάδας. Κάναμε λάθος. Ήθελε απλώς να μιλήσει για τον Παναθηναϊκό…
Στα γραφεία της λεωφόρου Θησέως…
Πέντε «βαρεμένοι» με την ιστορία του Ομίλου φτάνουν στα γραφεία της MIG. Με μεγάλη αμηχανία και φορώντας… τα καλά μας, διασχίζουμε την είσοδο του μεγάρου της Νέας Ερυθραίας. Η ασφάλεια μάς οδηγεί στον τελευταίο όροφο, όπου ένα τεράστιο χάλκινο τριφύλλι ─δώρο κάποιου φίλου του καλλιτέχνη─ δεσπόζει στον χώρο υποδοχής.
Περνάμε στην αίθουσα συσκέψεων, όπου μας υποδέχεται έπειτα από λίγο. «Καλώς τα παιδιά. Καφεδάκι;» λέει χαμογελαστός, φορώντας ένα λευκό t-shirt, φόρμα και αθλητικά παπούτσια. Στο αριστερό χέρι κρατά μονίμως ένα πούρο (όταν τελείωνε, άναβε αμέσως το επόμενο) και στο δεξί, μία χρυσή καδένα. Ο τρόπος που τη χαϊδεύει και παίζει μαζί της μηχανικά, μαρτυρά πως δεν πρόκειται για απλό κόσμημα, αλλά για αντικείμενο με μεγάλη συναισθηματική αξία.
«Ανυπομονώ να σας γνωρίσω», λέει και συστηνόμαστε. Η αμηχανία φυσικά είναι έκδηλη σε όλους μας. Τα βλέμματα των πέντε μας συναντιούνται πού και πού και μοιραζόμαστε με τη ματιά μας, δίχως λόγια, την ίδια απορία: «Μα τι να θέλει;». Ο πάγος σπάει γρήγορα με εύθυμο τρόπο: «Λοιπόν παιδιά ακούστε μια ιστορία να γελάσετε…». Και αρχίζει να αφηγείται… ανέκδοτα! Και λίγο αργότερα, αστείες διοικητικές ιστορίες με πρωταγωνιστές τον ίδιο και τον Νικόλα Πατέρα.
«Μην κουνηθείς απ’ τη θέση σου»
Μετά τα πρώτα γέλια, η κουβέντα σοβαρεύει. Μιλάει με μεγάλη αγωνία για τα επεισόδια στα γήπεδα και αναμοχλεύει μία τραυματική παιδική του εμπειρία. Από τότε που θυμάται τον εαυτό του, οι ιαχές του γηπέδου αντηχούσαν στα αυτιά του. Έμενε (κυριολεκτικά) ακριβώς απέναντι από τη Θύρα 13. Στη συμβολή της Λεωφόρου Αλεξάνδρας με την οδό Παναθηναϊκού. «Έβγαινα από την πόρτα και αντίκρυζα την είσοδο του πετάλου!».
Το 1964, όταν ο Παναθηναϊκός κατέκτησε αήττητος το πρωτάθλημα, ο πατέρας και ο παππούς του ─διοικητικά στελέχη του Ομίλου και οι δύο─ τον πήραν σε λίγα παιχνίδια. «Σπανίως όμως, γιατί προείχε το σχολείο». Τον Ιούνιο της χρονιάς εκείνης πήγε για πρώτη φορά σε ντέρμπι «αιωνίων». Ήταν 11 ετών. Ατύχησε. Βρέθηκε τη λάθος στιγμή στο λάθος σημείο. Τα επεισόδια ήταν τα μεγαλύτερα που είχαν γίνει μέχρι τότε σε ελληνικό γήπεδο. Η Λεωφόρος καιγόταν και οι οπαδοί, αγανακτισμένοι, επειδή πίστευαν πως το ματς ήταν «σικέ», διέλυαν τα καθίσματα, τα κιγκλιδώματα, τις πόρτες, ξεχαρβάλωναν τα δοκάρια. «Ψυχραιμία και μην κουνηθείς από τη θέση σου. Είναι επικίνδυνο να βγούμε», του είπε ο παππούς του και έτσι έπραξαν. Μας προέτρεψε αν βρεθούμε ποτέ σε παρόμοια κατάσταση, να λειτουργήσουμε αντιστοίχως. «Είναι το πιο ασφαλές. Όταν βλέπεις τη μάζα να τρέχει να σωθεί, είναι καλύτερο να μένεις στη θέση σου».
Το παιχνίδι εκείνο τον σημάδεψε, όπως τον σημάδεψε και η ─ακατανόητη στα παιδικά του μάτια─ κρίση, που ξέσπασε τα επόμενα χρόνια. Ο ίδιος ήταν πολύ μικρός για να αντιληφθεί τι συμβαίνει· πόσο μάλλον να βοηθήσει με οποιονδήποτε τρόπο. Όμως από τότε, μικρό παιδάκι ακόμα, ένοιωθε τη βαθιά επιθυμία πως «κάτι πρέπει να κάνει». Αρκέστηκε στο εξής: έγραψε ένα ποίημα με τίτλο «Ενωθείτε» και το δημοσίευσε στα «Παναθηναϊκά Νέα». Αυτή η λέξη, η «ένωση», τον συντρόφευε σε όλη την μετέπειτα πορεία της ζωής του. Με την ίδια λέξη (ξανα)συστήθηκε στους παναθηναϊκούς το 2008, προτείνοντας την «πολυμετοχικότητα»: Παναθηναϊκή Ενωτική Κίνηση.
«Όλοι μαζί είμαστε πιο ισχυροί από τον Αμπράμοβιτς» έλεγε τότε. Χλευάστηκε γι’ αυτήν την φράση, παρότι ανταποκρινόταν στο απόλυτο στην πραγματικότητα. Αρκεί να ίσχυαν οι δύο πρώτες λέξεις. Δυστυχώς, όμως, στον Παναθηναϊκό δεν ήμασταν ποτέ «όλοι μαζί»…
Έβλεπα άλλους αθλητές σε γειτονικά τμήματα του Ομίλου, με κάτι καταπράσινες φανέλες και με μια τριφυλλάρα… να, και ζήλευα. Την λάτρευα την οπλομαχία αλλά ήταν πάντα πιο ευγενές άθλημα από την ιδιοσυγκρασία μου.
Ο χρόνος κυλά γρήγορα στην αίθουσα συσκέψεων. Οι δύο πρώτες ώρες περνούν «αέρα». Δεν υφίσταται πλέον αμηχανία. Είναι σαν να συνομιλούμε με «έναν δικό μας άνθρωπο». Με ένα παιδί της κερκίδας, σκασμένο για το παρόν και συγκινημένο με το παρελθόν. Αναπολεί τα παλιά και το βλέμμα του, οι κινήσεις του, οι παύσεις στην ομιλία του, ο τρόπος ακόμα που ρουφάει το πούρο του, μαρτυρούν έναν άνθρωπο που δεν υποκρίνεται. Όπως αποδείχθηκε, δεν είχε και λόγο για να υποκριθεί. Είχε απλώς μεγάλη ανάγκη να συζητήσει για τον Παναθηναϊκό, «με κάποιους που με καταλαβαίνουν».
Συνεχίζει να θυμάται τα παλιά. Έφτασε στα εφηβικά του χρόνια, τότε που έγινε ξιφομάχος του Παναθηναϊκού. Και παρέμεινε για μια σχεδόν εικοσαετία! Κατέκτησε πρωταθλήματα, συμμετείχε σε ολυμπιακούς αγώνες, τίμησε τα χρώματα του Τριφυλλιού, όσο ελάχιστοι. Τα χρώματα… Να το παράπονό του από εκείνα τα χρόνια: «δέναμε στο χέρι ένα περικάρπιο με το σήμα του Παναθηναϊκού. Παραήταν μικρό. Έβλεπα άλλους αθλητές σε γειτονικά τμήματα του Ομίλου, με κάτι καταπράσινες φανέλες και με μια τριφυλλάρα… να, και ζήλευα. Την λάτρευα την οπλομαχία αλλά ήταν πάντα πιο ευγενές άθλημα από την ιδιοσυγκρασία μου».
«Είδες τα παιδιά;»
Κάτι που εκπλήσσει απ’ την πρώτη στιγμή είναι το λεξιλόγιό του. Μία γεύση είχαμε πάρει στις κατά καιρούς συνεντεύξεις Τύπου που έδωσε, με τη διαφορά ότι τότε, οι ομιλίες του ήταν προετοιμασμένες εκ των προτέρων. Από κοντά διαπιστώσαμε ότι ο μαγευτικός πλούτος λέξεων που χρησιμοποιεί, η ευγλωττία και η ρητορική του, είναι αυθόρμητα στοιχεία του προφορικού του λόγου.
Το ίδιο πάντως εντυπωσιακό είναι και το… υβρεολόγιό του, όταν η συζήτηση πάει στους «εχθρούς» του Παναθηναϊκού. Ωστόσο, το λεξιλόγιο φανατικού οπαδού της Θύρας 13 είναι ─όπως μας εξηγεί, σχεδόν απολογητικά─ για κλειστές αίθουσες. «Μεταξύ μας λέμε και καμία κουβέντα παραπάνω». Όμως, σημειώνει, είναι απαράδεκτο να ξεστομίζονται τέτοιες εκφράσεις σε δημόσιες συναθροίσεις. «Η εικόνα του Παναθηναϊκού τσαλαπατιέται από τα υβριστικά συνθήματα. Εγώ θαυμάζω συνθήματα που εξυμνούν το μεγαλείο του Συλλόγου, τις εκδρομές, την ιστορία, όσα εκφράζει ο Όμιλος. Από τα αγαπημένα μου είναι το “αιώνια πιστός, δεν γίνεται αλλιώς”. Μου φέρνουν όμως εμετό κάποια άλλα. Δεν ονειρεύομαι ένα γήπεδο εκκλησία, χωρίς βωμολοχίες. Αλλά θέλω να υπάρχει ένα μέτρο. Οι φίλοι του Παναθηναϊκού μπορούν να πρωτοπορήσουν και να επιβάλουν αυτό το μέτρο».
Θυμήθηκε μία ιστορία γύρω από ένα σύνθημα. «Όταν μπήκα στην Π.Α.Ε. ένα σύνθημα ακουγόταν διαρκώς. Το “είμαστε από τη Λεωφόρο…”. Συναντήθηκα με κάποιες από τις κεφαλές των οργανωμένων και τους ζήτησα μόνο ένα πράγμα. “Ρε παιδιά, μόνο αυτό ζητάω. Μόνο αυτό το σύνθημα μην το τραγουδήσετε στο επόμενο τουλάχιστον παιχνίδι”. Παίζαμε έναν σημαντικό ευρωπαϊκό αγώνα. Ξεκινάει το ματς, τίποτα. Περνούσε η ώρα και το σύνθημα εξαφανισμένο. Γυρνάω στη γυναίκα μου και της λέω: “είδες τα παιδιά;”. Τι το ’θελα! Εκείνη ακριβώς τη στιγμή όλο το γήπεδο φωνάζει “είμαστε από τη Λεωφόρο και…”. Πικράθηκα αλλά κατάλαβα αργότερα πως τη Θύρα 13 δεν μπορείς να την βάλεις σε καλούπια».
Αυτό το «είδες τα παιδιά;» του φαινόταν πολύ αστείο. Το επαναλάμβανε συχνά, με εύθυμο τόνο, τραβώντας την πρώτη συλλαβή της λέξης «είδες». «Ειιίδες τα παιδιά;»
Γελούσε επίσης, όταν θυμήθηκε μία φορά που ο Γιώργος Βαρδινογιάννης (ο αδερφός του Γιάννη Βαρδινογιάννη) φέρεται να πληροφορήθηκε από τον Νικόλα Πατέρα ένα, όχι τιμητικό, περιστατικό για τον Γιάσμινκο Βέλιτς. Τότε ο πρώτος γύρισε προς τον Τζίγγερ και του είπε ξαφνιασμένος: «Γιάννη;». Πάλι, τραβώντας την πρώτη συλλαβή. «Γιααάννη;»
Δύο δυνατές ρουφηξιές απ’ το πούρο αρκούσαν, για να κρύψει τη συγκίνησή του, όταν του χαρίσαμε ένα άλμπουμ ─ λεύκωμα με παλιές φωτογραφίες και αρχεία του παππού του, του «ψαρομάλλη Βγενόπουλου». «Αντιπαθώ τα απολυταρχικά καθεστώτα, γιατί εξαιτίας τους έφυγε ο παππούς μου. Ήταν ακμαίος. Όμως δεν άντεξε την πίεση της Χούντας. Ούτε χώνευε τους παράγοντες που μπήκαν τότε στον Σύλλογο, εκδιώχνοντας όλους τους παλιούς. Ούτε εγώ χωνεύω σήμερα όσους έχουν παραμείνει ως κατάλοιπα της σκοτεινής εκείνης περιόδου. Πέθανε από τη στενοχώρια του ο παππούς μου».
«Ας λένε ό,τι θέλουν. Δεν μου καίγεται καρφί!»
Οι απόψεις για το έργο του αείμνηστου Ανδρέα Βγενόπουλου στον επιχειρηματικό και τραπεζικό κόσμο διίστανται. Οικονομολόγοι, τραπεζίτες, εφοπλιστές, καταθέτουν διαφορετικά επιχειρήματα, υπέρ ή εναντίον του. Το ίδιο και μεγαλοδημοσιογράφοι και εκδότες ─ συνήθως φιλτράροντας τη γραμμή τους υπό το πρίσμα του λαϊκισμού. Είναι πάντως γεγονός πως (συμπτωματικά ή μη) από τη στιγμή που ενεπλάκη διοικητικά με τον Παναθηναϊκό, πολλοί τον έβαλαν στο «στόχαστρό» τους (πριν καν «σκάσει» το κυπριακό ζήτημα).
Μπήκαμε στον πειρασμό και τον ρωτήσαμε πώς αισθάνεται, όταν δέχεται μαζικά πυρά για διάφορες αποφάσεις του. Χρησιμοποίησε αυτολεξεί την έκφραση: «δεν μου καίγεται καρφί». Και πρόσθεσε: «όταν ο άλλος είναι βουτηγμένος στις ακαθαρσίες (σ.σ. χρησιμοποίησε άλλη παρεμφερή λέξη), αδυνατεί να συλλάβει την τιμιότητα. Πιστεύει πως “ε μωρέ, όλοι οι πλούσιοι τα ίδια κάνουν”. Ε, εγώ δεν κάνω τα ίδια. Και γι’ αυτό λίγοι με χωνεύουν. Όταν μου επιτίθενται άνθρωποι που προστατεύουν και υπηρετούν ένα δίκτυο διαφθοράς και διαπλοκής, τότε κοιμάμαι ήσυχος, ξέροντας πως κάτι καλό έκανα».
Ο Βγενόπουλος δεν χάιδευε αυτιά. Και γι’ αυτό σπανίως εμπλεκόταν στον Τύπο. Στον Παναθηναϊκό δεν είχε κοντινούς δημοσιογράφους για να περνάει τη γραμμή του ─ παρότι είχε τη δυνατότητα. «Δεν αντέχω τις εφημερίδες. Δεν αντέχω την τηλεόραση και δεν αντέχω το ραδιόφωνο. Δεν αντέχω να διαβάζω ιστοσελίδες ούτε τα σχόλια κάτω από αυτές. Ποτέ δεν θέλησα να χειραγωγήσω τον Τύπο. Και αν κάποτε ήρθα κοντά σε έναν-δύο δημοσιογράφους, τις περισσότερες φορές το μετάνιωσα. Αηδιάζω με τον Τύπο και με τον τρόπο που το άσπρο γίνεται μαύρο. Δεν έχω εκπροσώπους Τύπου, με την έννοια τουλάχιστον που το αντιλαμβάνεται η πλειονότητα του κόσμου. Γράφω μόνος μου τις ανακοινώσεις, απαντάω ο ίδιος στις επιθέσεις που δέχομαι και όταν έχω κάτι βαρυσήμαντο να πω, τότε δίνω συνέντευξη ανοικτή σε όλους». Πλην ενός, θα συμπληρώναμε…
«Μην σκέφτεστε το αύριο, αλλά το μεθαύριο»
«Πετυχημένος στη ζωή είναι ο άνθρωπος που προβλέπει», ισχυρίζεται, όταν ρωτήθηκε για το μυστικό της επιτυχίας του. «Οι περισσότεροι άνθρωποι σκέφτονται το σήμερα. Γιατί αυτόν τον ρυθμό επιβάλλει η πολιτεία, η κοινωνία, το σχολείο, τα πανεπιστήμια, ο εργασιακός χώρος. Κάποιοι πιο τυχεροί οραματίζονται το αύριο και το μεθαύριο. Εμένα πάντα μου άρεσε ─είχα όμως τη δυνατότητα για αυτό─ να βλέπω ακόμα πιο μακριά. Οι αποφάσεις για όσα κάνω ή για όσα δεν κάνω, έχουν ορίζοντα πενταετίας ή και δεκαετίας».
Όσο για την καθημερινή του ρουτίνα; «Μου αρέσει η fit ζωή. Ξυπνάω χαράματα. Μόλις βγαίνει ο ήλιος. Πάω για τρέξιμο και μετά έρχομαι εδώ για να διευθετήσω όλες μου τις υποχρεώσεις. Δεν ζω για να γίνομαι κάθε μέρα πιο πλούσιος. Είναι κάτι που με αφήνει παγερά αδιάφορο».
Αλήθεια όμως, ποιο είναι το κίνητρο εργασίας για έναν άνθρωπο που έχει εξασφαλίσει μια ζωή γεμάτη πλούτη; «Ξέρετε, όταν φτάσεις σε αυτό το υψηλό επίπεδο, έρχεται η στιγμή που λες μέσα σου “και τώρα τι;” Πολλοί μπαίνουν τότε σε έναν κυκεώνα απληστίας, δίχως τέλος. Να αποκτήσουν όλο και πιο πολλά. Γίνεται εμμονή αυτό. Εμένα μου αρκεί να ξέρω πως αξιοποιώ τους καρπούς της δουλειάς μου, θέτοντας στόχους, σε ένα μακρόχρονο ορίζοντα, για το κοινό καλό. Η μεγαλύτερη ικανοποίηση που πήρα ως επιχειρηματίας ήταν όταν ο Όμιλος Υγεία αναδείχθηκε από την ευρωπαϊκή ένωση ως «καλύτερος εργοδότης στην Ευρώπη».
«Γελάω με τα γκαλά»
Ο «κίτρινος Τύπος», κοινώς τα κουτσομπολίστικα περιοδικά, αρέσκονται στο να δημοσιεύουν φωτογραφίες και κους-κους από συναθροίσεις πλουσίων σε κοινωνικές δεξιώσεις και γκαλά. Ο Ανδρέας Βγενόπουλος δεν ήταν «θαμώνας» στις σελίδες αυτών των περιοδικών. Και ο λόγος είναι ότι… «Απεχθάνομαι τις δημόσιες εμφανίσεις σε τέτοιες εκδηλώσεις. Τα ψεύτικα χαμόγελα και τις χειραψίες. Σκεφτείτε δηλαδή να πάω σε ένα γκαλά και να είναι παρών ένας παράγοντας του Ολυμπιακού που δεν συμπαθώ. Και επειδή είναι οι φωτογράφοι παραδίπλα, να πρέπει να του δώσω το χέρι και να χαμογελάμε σαν χάνοι. Μακριά κι αγαπημένοι. Έχω τη γυναίκα μου που λατρεύω, έχω δύο παιδιά, αγαπημένους συγγενείς και λιγοστούς καλούς φίλους, που μας αρέσει να τρώμε σε καμιά ψαροταβέρνα. Μέχρι εκεί».
Ένα άλλο κομμάτι που αφορά την ελίτ των οικονομικά ισχυρών ανθρώπων είναι οι φιλανθρωπίες. Δύο ειδών φιλανθρωπικές ενέργειες υπάρχουν: εκείνες που διαφημίζονται και αυτές που απλώς δεν τις μαθαίνουμε ποτέ. Είχαμε ακούσει φήμες για το σπουδαίο έργο του ίδιου και της συζύγου του. Για το πόσο πολύ βοηθούσαν τον «Σύλλογο γονιών παιδιών με νεοπλασματικές ασθένειες» Φλόγα. Τον ρωτήσαμε. Χαμογέλασε και αρκέστηκε στο εξής: «παιδιά, αυτά δεν είναι για να λέγονται, αλλά για να γίνονται». Αρκετά χρόνια αργότερα, όταν πλέον ο Ανδρέας Βγενόπουλος πέθανε, εκείνες οι φήμες που είχαμε ακούσει επιβεβαιώθηκαν, από τους ίδιους του ιθύνοντες του κέντρου. Στην πορεία, επιβεβαιώσαμε και άλλες πολλές ενέργειές του (όπως την ευαισθητοποίηση που έδειξε, έπειτα από καταιγίδες, για τους άστεγους της Αθήνας), για τις οποίες είχε δώσει ρητή εντολή να μην δημοσιευθούν…
Όραμα του Βγενόπουλου, ένας αυτοδύναμος Παναθηναϊκός
Αγαπάω τόσο τον Σύλλογο, που δεν θα τον αφήσω ποτέ. Θα γραπωθώ πάνω του όπως ο μυθικός Κυναίγειρος στο περσικό πλοίο. Θα χρειαστεί να μου κόψουν το κεφάλι για να τον αφήσω.
Το όραμά του για τον Παναθηναϊκό βρισκόταν μακριά από τη Λεωφόρο. Στον Βοτανικό ή στο Ο.Α.Κ.Α. Διαφωνήσαμε. Ένα στοιχεία που μας έκανε ακόμα εντύπωση είναι η προσήλωση με την οποία άκουγε αντίθετες απόψεις και η ειλικρινής διάθεση για διάλογο. «Έβαλα τόσα εκατομμύρια στην ομάδα και τι έμεινε τελικά; Το όραμα μου είναι δω κάποια στιγμή τον σύλλογο ανεξάρτητο, με δικές του εγκαταστάσεις, να είναι αυτάρκης και ισχυρός. Και ας μην είμαι τότε εγώ στην ομάδα. Απλώς να ξέρω ότι έχω συνεισφέρει, με τις δικές μου δυνάμεις. Τότε μόνο θα είμαι χαρούμενος με τον Παναθηναϊκό».
Απευθυνόμενος σε ένα μέλος της «ιστορικής ομάδας» είπε: «Είστε ρομαντικός κύριε Μπενόγλου». Εκείνος βρήκε το θάρρος και αποκρίθηκε «αν είμαι εγώ ρομαντικός, τότε τι είστε εσείς;» Η ανταπάντηση που έλαβε, τον έκανε να χαμογελάσει. «Αγαπάω τόσο τον Σύλλογο, που δεν θα τον αφήσω ποτέ. Θα γραπωθώ πάνω του όπως ο μυθικός Κυναίγειρος στο περσικό πλοίο. Θα χρειαστεί να μου κόψουν το κεφάλι για να τον αφήσω. Θα έρθει η στιγμή που θα εξαφανιστώ για χρόνια από τον Παναθηναϊκό. Όμως να είστε σίγουροι πως δεν θα τον αφήσω να βουλιάξει. Μπορεί να περάσουν πέντε, δέκα, δεκαπέντε χρόνια, αλλά στο τέλος θα επιστρέψω για να τον δούμε ξανά όπως τον ονειρευόμαστε». Πολλά από όσα βιώνει ο ελληνικός αθλητισμός (ακόμα και αυτά που δεν έχουμε ακόμα ζήσει) τα είχε, σε έναν βαθμό, προβλέψει. Το μόνο που ίσως δεν πρόβλεψε ήταν το τόσο πρόωρο βιολογικό του τέλος. Πως τελικά ο ίδιος θα απουσιάζει από την επόμενη μέρα…
Όσο ήμασταν όρθιοι και τον αποχαιρετούσαμε, έριξε τον σπόρο: «Θα έπρεπε όλα τα στοιχεία που συγκεντρώνετε να τα εκδώσετε σε βιβλία. Τους τίτλους του Συλλόγου, άγνωστες ιστορίες, βιογραφίες. Να γίνει μία όμορφη σειρά παναθηναϊκών βιβλίων, που θα μείνουν για πάντα. Τι λέτε;». Αποχωρήσαμε, συνοδευόμενοι από την ασφάλεια, ακούγοντάς τον να φωνάζει γελαστά τη φράση «ειιιιίδες τα παιδιά;», τη στιγμή που έκλεινε η πόρτα.